- νωτάρης
- νωτ-άρης, ες, ([etym.] αἴρω)A carrying on the back, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νωτάρης — νωτάρης, ες (Α) (κατά το λέξ. Σούδα) «ὁ ἐπὶ νώτου αἴρων καὶ βαστάζων». [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + αἴρω «σηκώνω»] … Dictionary of Greek